- ὑπόπυρρος
- ὑπόπυρρ-ος,A reddish, Hp.Prog.11, Arist.HA616a21, PGrenf.1.33.10 (ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόπυρρος — ον, Α ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυρρός «ερυθρός, ξανθοκόκκινος»] … Dictionary of Greek
υποπυρρίζω — Α [ὑπόπυρρος] είμαι ὑπόπυρρος* … Dictionary of Greek